- μαλακτηρ
- μαλακτήρμᾰλᾰκτήρ-ῆρος ὅ размягчитель, т.е. плавильщик
μ. χρυσοῦ Plut. — золотых дел мастер
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μ. χρυσοῦ Plut. — золотых дел мастер
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μαλακτῆρες — μαλακτήρ one that melts and moulds masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακτήρας — ο (Α μαλακτήρ, ῆρος) αυτός που μαλακώνει κάτι με κατεργασία νεοελλ. μηχάνημα με το οποίο αναμιγνύονται ή ζυμώνονται διάφορα υλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλάσσω + επίθημα τήρ (> τήρας), πρβλ. οδοστρω τήρ(ας)] … Dictionary of Greek